ορθριοκόκκυξ

ορθριοκόκκυξ
ὀρθριοκόκκυξ, -υγος, ὁ (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που λαλεί πολύ πρωί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθριος + κόκκυξ «είδος πτηνού, κούκος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”